προτήκτωρ

προτήκτωρ
και προδήκτωρ και προτίκτωρ και πρωτήκτωρ, -ορος, ο, ΝΜΑ, προτέκτωρ Α
(στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) αξιωματούχος, μέλος τού σώματος τής ανακτορικής φρουράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. protector «σωματοφύλακας, υπερασπιτής» (< protego «προστατεύω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προδήκτωρ — και προτήκτωρ, ορος, ὁ, Α βλ. προτήκτωρ …   Dictionary of Greek

  • προτίκτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ βλ. προτήκτωρ …   Dictionary of Greek

  • πρωτήκτωρ — ορος, ὁ, Α βλ. προτήκτωρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”